Αναγνώστες

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

 Είναι γεγονός ότι εμείς οι άνθρωποι λειτουργούμε ανακλαστικά, μιμητικά και κάνουμε αυτά που είναι παραδεκτά ως συνήθεια ακολουθώντας εκάστοτε κοινωνικές επιταγές. Για τις περισσότερες μορφές κοινωνίας είναι ανάγκη η απόκτηση παιδιών, μέσα από την οποία επιβεβαιώνεται ο σκοπός της ύπαρξης και χαρακτηρίζονται οι ρόλοι που έχει προσδώσει η κοινωνία σε κάθε φύλο.
Η κοινωνία έχει περάσει ανά τους αιώνες τη σκέψη πως η γυναίκα ολοκληρώνεται μέσα από την μητρότητα , έτσι η γυναικεία υπόσταση συνδέθηκε άρρηκτα με τον ρόλο της μητέρας, όμως και η ίδια η υπόσταση του γάμου ταυτίστηκε με την τεκνοποίηση για την συνέχιση του ονόματος και ενός κληρονόμου, και για πολλούς άντρες αμφισβητήθηκε ο αντρισμός τους επειδή δεν έκαναν παιδιά. Βασικός στόχος αυτών των καταβολών ήταν η διασφάλιση ανθρώπινου δυναμικού. Η ανάγκη όμως για να κάνει κάποιος παιδιά δεν είναι μόνο μια κοινωνική επιταγή, είναι μια βιολογική ανάγκη μέσα από την οποία εξασφαλίζει κάποιος την ιδέα της επίγειας συνέχειας του, πως ακόμα και μετά τον θάνατο του, θα υπάρχει κάτι δικό του, αλλά και η επιθυμία να χαρίσει ένα παιδί στο σύντροφό του, ενδυναμώνοντας έτσι τους δεσμούς του γάμου, να δώσει και να πάρει αγάπη μεγαλώνοντας ένα παιδί.
Η αδυναμία απόκτησης ενός παιδιού εκτός από την συναισθηματική αρνητική φόρτιση συνοδεύεται και με τον κοινωνικό στιγματισμό, έτσι οι γυναίκες, περισσότερο από τους άντρες αισθάνονται ενοχή, ντροπή και θυμό και βιώνουν εντονότερα το γεγονός της υπογονιμότητας και αυτό γιατί αυτές, σε μεγαλύτερο
ποσοστό, μέχρι σήμερα έφεραν το ιατρικό, κοινωνικό και πολιτισμικό βάρος της αποτυχίας ενός ζευγαριού να συλλάβει. Όλο αυτό παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις αν αναλογιστούμε πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει μεταθέσει την ηλικία τεκνοποίησης μετά τα 30 για τις γυναίκες (σπουδές, καριέρα), και όταν έρχεται αντιμέτωπη με προβλήματα υπογονιμόμητας, τα οποία δεν υποψιαζόταν ότι μπορεί να υπήρχαν, επωμίζεται και την πίεση του χρόνου.
Η αλήθεια όμως είναι πως το ένα τρίτο των περιπτώσεων υπογονιμότητας οφείλονται σε αίτια από την γυναίκα, το ένα τρίτο είναι ανδρικού παράγοντα, και το υπόλοιπο ένα τρίτο αφορά προβλήματα και των δύο, ή ανεξήγητες αιτίες. Συνεπώς η υπογονιμότητα εμφανίζεται με την ίδια περίπου συχνότητα σε άνδρες και γυναίκες.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως υπογονιμότητα ορίζεται η ακούσια αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να ολοκληρώσει κύηση, μετά από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισύλληψη, αποτελεί πάθηση και χρήζει ιατρικής αντιμετώπισης (who 1995) και διακρίνεται σε πρωτοπαθή, όταν δεν έχει επιτευχτεί ποτέ εγκυμοσύνη ή δευτεροπαθή όταν έχει επιτευχθεί στο παρελθόν κύηση ανεξάρτητου έκβασης. Και με αυτόν τον τρόπο σφραγίζεται η μετάλλαξη της υπογονιμότητας από κοινωνικό φαινόμενο σε παθολογική κατάσταση, μια διαδικασία «ιατρικοποίησης» της υπογονιμότητας, κατά την οποία η έμφαση δε δίνεται πια στην αντιμετώπιση της ατεκνίας μέσω κοινωνικών οδών (π χ υιοθέτηση), αλλά στην εξάρτηση από την ιατρική παρέμβαση. Οι πολιτισμικές, κοινωνικές και συναισθηματικές πιέσεις που αντιμετωπίζει ένα άτεκνο ζευγάρι τώρα, δεν είναι μόνο συνέπεια της ατεκνίας τους, είναι και πιέσεις για να χρησιμοποιήσουν τη λύση της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής με όλα τα κόστη που συνεπάγεται αυτή.
Η υπογονιμότητα είναι ένα θέμα κλειστό για τα περισσότερα ζευγάρια που το αντιμετωπίζουν και τις πιο πολλές φορές αποτελεί ένα μυστικό που δύσκολα το μοιράζονται, κλονίζει ισορροπίες μέσα στο ζευγάρι και επιφορτίζοντας τον ψυχοσυναισθηματικό τους κόσμο οδηγεί όχι λίγες φορές σε κατάθλιψη.
Η αναζήτηση βοήθειας δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε λύσεις της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μόνο αλλά και αναζήτηση βοήθειας για την αντιμετώπιση του στρες της υπογονιμότητας, από ειδικούς, μέσω της ψυχολογικής συμβουλευτικής υποστήριξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου